θερινός

θερινός
θερινός, ή, όν (Pind. et al.; Sb 358, 7; 14 [ins III B.C.]; BGU 1188, 9 [I B.C.]; POxy 810; LXX; Philo; Jos., Ant. 15, 54) of summer καιροί seasons of summer 1 Cl 20:9.—DELG s.v. θέρομαι 2.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερινός — Aër. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… …   Dictionary of Greek

  • θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσιν — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”